πουταναρειό

πουταναρειό
το, Ν
οίκος ανοχής, πορνείο, μπουρδέλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πουτάνα + κατάλ. -αρ(ε)ιό (πρβλ. κεραμιδ-αρειό)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”